- ψιλικατζής
- [псиликадзис] ουσ. а. торговец галантереей
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ψιλικατζής — ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν 1. πωλητής ψιλικών, ιδιοκτήτης ψιλικατζήδικου 2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλικά + κατάλ. τζής* (πρβλ. ταξι τζής)] … Dictionary of Greek
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
λατερνατζής — ο αυτός που φέρει στην πλάτη και παίζει λατέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατέρνα + κατάλ. ( α)τζής, δηλωτική επαγγέλματος (πρβλ. παλιατζής, ψιλικατζής)] … Dictionary of Greek
μικρέμπορος — και μικρέμπορας, ο (Α μικρέμπορος) 1. μικρός έμπορος, έμπορος με μικρή επιχείρηση,που εργάζεται με μικρά κεφάλαια 2. έμπορος ψιλικών, ψιλικατζής, λειανοπωλητής, γυρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + έμπορος] … Dictionary of Greek
ρωποπωλώ — έω, Α [ῥωποπώλης] είμαι πωλητής μικρών και ευτελών αντικειμένων, είμαι ψιλικατζής … Dictionary of Greek
ρωποπώλης — ο / ῥωποπώλης, ΝΑ πωλητής μικρών και ευτελών πραγμάτων, ψιλικατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά» + πώλης*] … Dictionary of Greek
μικρέμπορος — ο αυτός που κάνει εμπόριο με μικρό κεφάλαιο και ψιλικά, ο ψιλικατζής: Ξεκίνησε μικρέμπορος και τώρα έχει αλυσίδα καταστημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)